-
1 τετράς
2 the fourth dav of the month, h.Merc. 19, Hes.Op. 794, 798, Ar.Nu. 1131, Th.5.54, IG12.304.50,62, etc.; so [dialect] Boeot. [full] πετράς (q.v.); τετράδι γέγονας, prov. of one born to a life of labour (cf.τετραδισταί 11
), Pl.Com.100, cf. Aristonym.4, Sannyr. 5.b the fourth day of the week, Wednesday, Cod.Just.9.4.6.1.II = τετραρχία 1, Hellanic.52 J.III κατὰ τετράδα διατετάχθαι in four divisions, Ascl.Tact.3.1.
См. также в других словарях:
τετράδα — η / τετράς, άδος, ΝΜΑ, και βοιωτ. τ. πετράς Α νεοελλ. 1. σύνολο τεσσάρων όμοιων πραγμάτων («μια τετράδα ποτήρια») 2. (στη γυμναστική) στοίχος από τέσσερα άτομα («στοίχηση κατά τετράδες») 3. βιολ. α) (γενικά) το σύνολο τών τεσσάρων κυττάρων που… … Dictionary of Greek